οικώναξ

οικώναξ
οἰκῶναξ, -ακτος, ὁ (Α)
κύριος τού σπιτιού, οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ἄναξ (πρβλ. χειρ-ώναξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ionic Greek — was a sub dialect of the Attic Ionic dialectal group of Ancient Greek (see Greek dialects).Ionic (or Ionian) dialect appears to have spread originally from the Greek mainland across the Aegean at the time of the Dorian invasions, around the 11th… …   Wikipedia

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”